-
1 επισκοπικός
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > επισκοπικός
См. также в других словарях:
δεσποτικός ή επισκοπικός θρόνος — Ο θρόνος που βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού, στο δεξιό μέρος του. Ονομάζεται και καθέδρα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, στη θέση αυτή καθόταν ο αυτοκράτορας. Ο πατριάρχης είχε άλλο θρόνο, απέναντι από αυτόν του αυτοκράτορα. Μετά την… … Dictionary of Greek
επισκοπικός — ή, ό (AM ἐπισκοπικός, ή, όν) [επίσκοπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίσκοπο ή στην επισκοπή (α. «επισκοπικό αξίωμα» β. «επισκοπικό δικαστήριο») 2. το ουδ. ως ουσ. το επισκοπικό ο επισκοπικός θρόνος, το δεσποτικό … Dictionary of Greek
επισκοπικός, -ή — ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον επίσκοπο ή την επισκοπή, αρχιερατικός, δεσποτικός: Επισκοπικά άμφια. 2. το ουδ. ως ουσ., επισκοπικό ο επισκοπικός θρόνος, το δεσποτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρόνος — ο 1. πολυτελές κάθισμα: Επισκοπικός θρόνος. 2. εξουσία: Ανεβαίνω στο θρόνο. – Απομακρύνομαι από το θρόνο. 3. φρ., «λόγος του θρόνου», λόγος που παλαιότερα εκφωνούσε ο βασιλιάς στη Βουλή, όταν άρχιζαν οι εργασίες της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
πρωτόθρονος — η, ο / πρωτόθρονος, ον, ΝΜΑ αυτός που κατέχει τον πρώτο θρόνο, που κάθεται στην πρώτη έδρα νεοελλ. 1. μτφ. κορυφαίος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόθρονος ο επισκοπικός θρόνος που προηγείται στην τάξη από όλους τους υπόλοιπους νεοελλ. μσν. ο κάτοχος… … Dictionary of Greek
καθολικό — Χώρος του χριστιανικού ναού μεταξύ του Ιερού Βήματος και του νάρθηκα, που ονομάζεται και κυρίως ναός. Στο μέρος αυτό βρίσκονται ο επισκοπικός θρόνος, ο άμβωνας, ο σολέας (ή η σολέα), δηλαδή ο χώρος ανάμεσα στο εικονοστάσιο και στον άμβωνα. Στα… … Dictionary of Greek
βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… … Dictionary of Greek
επισκοπείο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 48 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στις νοτιοανατολικές πλαγιές της κορυφής Γερακώνας, ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων. * * * το (AM ἐπισκοπεῑον) [επίσκοπος] η κατοικία… … Dictionary of Greek
Βασαλέτο — (Vassalletto). Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας μαρμαροτεχνιτών και οικοδόμων. Έγινε γνωστή το δεύτερο μισό του 12ου αι. και η δραστηριότητά της ήταν σε ακμή έως το τέλος του 13ου. Οι Β. συνέβαλαν στην άνθηση της ψηφοθετικής και υπήρξαν, μαζί με τους … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek